ἀναμέρισε

ἀναμέρισε
ἀ̱ναμέρισε , ἀναμερίζω
distribute
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναμερίζω
distribute
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναμερίζω — και αναμεράω μέρισα, μερίστηκα, μερισμένος 1. μτβ., παραμερίζω, εκτοπίζω: Για να πάρει τη θέση αυτή αναμέρισε παλιότερους και καλύτερούς του. 2. αμτβ., αποτραβιέμαι, αφήνω τόπο σ άλλους: Αναμέρισε για να περάσει ο γέροντας. 3. η μτχ. του παθ. πρκ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”